Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τετρακοσιοστός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τετρακοσιοστός -ή -ό [tetrakosiostós] Ε1 αριθμτ. τακτ. : 1. που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός τετρακόσια: Στην τετρακοσιοστή σελίδα. 2. (ως ουσ.): Ο ~ στη σειρά. || το τετρακοσιοστό, το ένα από τα τετρακόσια ίσα μέρη ενός συνόλου: Tο (ένα) τετρακοσιοστό.

[λόγ. < αρχ. τετρακοσιοστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες