Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τετρακινητήριος -α -ο [tetrakinitírios] Ε6 : για αεροπλάνο εφοδιασμένο με τέσσερις κινητήρες. || (ως ουσ.) το τετρακινητήριο, τετρακινητήριο αεροπλάνο: Ένα τετρακινητήριο της Ολυμπιακής.
[λόγ. τετρα- + κινητηρ- (δες κινητήρας) -ιος μτφρδ. αγγλ. four-engined]