Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τετρακέφαλος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τετρακέφαλος -η -ο [tetrakéfalos] Ε5 : που έχει τέσσερα κεφάλια: Tετρακέφαλο θηρίο. || (ανατ.) ~ μυς και ως ουσ. ο τετρακέφαλος, μυς του ανθρώπινου σώματος με τετραπλή έκφυση.

[λόγ. < ελνστ. τετρακέφαλος & σημδ. γαλλ. quadriceps]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες