Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τετραγωνικός -ή -ό [tetraγonikós] Ε1 : 1. που έχει σχήμα τετραγώνου: Tετραγωνικό κτίσμα. Tετραγωνικό εκατοστό / μέτρο / χιλιόμετρο, μονάδα μέτρησης της επιφάνειας τετραγώνου με πλευρά ενός εκατοστού / μέτρου / χιλιομέτρου. 2. (μαθημ.) τετραγωνική ρίζα του α, ο αριθμός που, αν πολλαπλασιαστεί με τον εαυτό του, μας δίνει τον α: H τετραγωνική ρίζα του 4 είναι το 2, του 9 το 3 κτλ.
[λόγ.: 1: ελνστ. τετραγωνικός· 2: σημδ. γαλλ. racine carrée]