Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τετραήμερος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τετραήμερος -η -ο [tetraímeros] Ε5 : που διαρκεί τέσσερις μέρες: Tετραήμερη άδεια / εκδρομή. || (ως ουσ.) το τετραήμερο, διάστημα τεσσάρων ημερών.

[λόγ. < αρχ. τετραήμερος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες