Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τετραήμερος -η -ο [tetraímeros] Ε5 : που διαρκεί τέσσερις μέρες: Tετραήμερη άδεια / εκδρομή. || (ως ουσ.) το τετραήμερο, διάστημα τεσσάρων ημερών.
[λόγ. < αρχ. τετραήμερος]