Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τετράωρος -η -ο [tetráoros] Ε5 : που διαρκεί τέσσερις ώρες· τεσσάρων ωρών: Tετράωρη εργασία / απασχόληση / καθυστέρηση. || (ως ουσ.) το τετράωρο: Σήμερα στο σχολείο έχουμε τετράωρο.
[λόγ. τετρα- + ώρ(α) -ος]