Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τετράφυλλος -η -ο [tetráfilos] Ε5 : που έχει τέσσερα φύλλα: Tο τετράφυλλο τριφύλλι πιστεύουν πως φέρνει γούρι. || Tετράφυλλη πόρτα / ντουλάπα. Tετράφυλλο παράθυρο.
[λόγ. < ελνστ. τετράφυλλος]