Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τετράτροχος -η -ο [tetrátroxos] Ε5 : για όχημα που έχει τέσσερις τροχούς. || (ως ουσ.) το τετράτροχο, τετράτροχο όχημα.
[λόγ. < ελνστ. τετράτροχος]