Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τετράδιο το [tetráδio] Ο40 : φύλλα χαρτιού, που είναι κατάλληλο για γράψιμο, διπλωμένα στο πλάτος, ενωμένα στο μήκος και καλυμμένα με λεπτό χαρτόνι ή με άλλο ανάλογο υλικό: ~ εικοσάφυλλο / τριαντάφυλλο / εκατοντάφυλλο. ~ είκοσι / τριάντα / εκατό φύλλων. ~ με ρίγες / αρίγωτο / με τετραγωνάκια. Σχολικό / μαθητικό ~. ~ γραμματικής / γεωμετρίας.
τετραδιάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < ελνστ. τετράδιον `περγαμηνή διπλωμένη στα τέσσερα, φυλλάδιο με τέσσερα φύλλα΄]