Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τετράγωνος -η -ο [tetráγonos] Ε5 : 1. που έχει τέσσερις γωνίες: Tετράγωνο σχήμα. || τετραγωνικός: Tετράγωνο κτίσμα. || (ως ουσ.) το τετράγω νο*. 2. που έχει σχήμα που θυμίζει τετράγωνο: Tετράγωνοι ώμοι. Tετράγωνο σαγόνι. 3. (μτφ.) για να δηλώσουμε υψηλό βαθμό, μεγάλη ικανότη τα στις ΦΡ τετράγωνο μυαλό, γερό μυαλό, υψηλός βαθμός ευφυΐας: Aυτός έχει τετράγωνο μυαλό. τετράγωνη λογική, πολύ μεγάλη ικανότητα ορθής κρίσης.
[1, 2: αρχ. τετράγωνος· 3: λόγ. σημδ. αγγλ. square]