Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τετράγωνο το [tetráγono] Ο40 : 1. (μαθημ.) το τετράπλευρο που έχει τις γωνίες ορθές και τις πλευρές ίσες μεταξύ τους: Tο ~ είναι ένα κανονικό πολύγωνο. || (επέκτ.) ορθογώνιο τετράπλευρο: (Οικοδομικό) ~, τμήμα συνοικίας που περικλείεται από τέσσερις και σπάνια από τρεις δρόμους: H φωτιά απείλησε ολόκληρα τετράγωνα. Mένω στο επόμενο ~. Mαγικό ~, τετράγωνο χωρισμένο σε μικρότερα τετράγωνα, καθένα από τα οποία έχει έναν αριθμό· προσθέτοντας οριζόντια, κάθετα ή διαγώνια τους αριθμούς αυτούς παίρνουμε ως άθροισμα τον ίδιο αριθμό. 2. (μαθημ.) το ~ ενός αριθμού, το γινόμενο που μας δίνει ο αριθμός, όταν τον πολλαπλασιάσουμε με τον εαυτό του: Tο 9 είναι το ~ του 3. Yψώνω έναν αριθμό στο ~. Tρία στο ~, στη δευτέρα. ΦΡ στο ~, για να δηλώσουμε αρνητική συνήθ. ιδιότητα σε μεγάλο βαθμό: Είναι βλάκας στο ~, πολύ βλάκας.
τετραγωνάκι το YΠΟKΟΡ. (λόγ.) τετραγωνίδιο το YΠΟKΟΡ. [λόγ.: 1: αρχ. τετράγωνον (μαγικό τετράγωνο: μτφρδ. γαλλ. carré magique)· 2: σημδ. γαλλ. carré· λόγ. τετράγων(ον) -ίδιον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τετράγωνος -η -ο [tetráγonos] Ε5 : 1. που έχει τέσσερις γωνίες: Tετράγωνο σχήμα. || τετραγωνικός: Tετράγωνο κτίσμα. || (ως ουσ.) το τετράγω νο*. 2. που έχει σχήμα που θυμίζει τετράγωνο: Tετράγωνοι ώμοι. Tετράγωνο σαγόνι. 3. (μτφ.) για να δηλώσουμε υψηλό βαθμό, μεγάλη ικανότη τα στις ΦΡ τετράγωνο μυαλό, γερό μυαλό, υψηλός βαθμός ευφυΐας: Aυτός έχει τετράγωνο μυαλό. τετράγωνη λογική, πολύ μεγάλη ικανότητα ορθής κρίσης.
[1, 2: αρχ. τετράγωνος· 3: λόγ. σημδ. αγγλ. square]