Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τετελεσμένος -η -ο [tetelezménos] Ε3 : που έχει γίνει, που έχει συντελεστεί, συνήθ. στην έκφραση τετελεσμένο γεγονός*. || (γραμμ.) ~ μέλλοντας, συντελεσμένος.
[λόγ. < αρχ. τετελεσμένος μππ. του τελῶ]