Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τετελεσμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τετελεσμένος -η -ο [tetelezménos] Ε3 : που έχει γίνει, που έχει συντελεστεί, συνήθ. στην έκφραση τετελεσμένο γεγονός*. || (γραμμ.) ~ μέλλοντας, συντελεσμένος.

[λόγ. < αρχ. τετελεσμένος μππ. του τελῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες