Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεταμένος -η -ο [tetaménos] Ε3 : που βρίσκεται σε κατάσταση: α. οξύτητας: H πολιτική κατάσταση παρουσιάζεται πολύ τεταμένη. Οι σχέσεις των δύο κρατών είναι τεταμένες. Οι εκλογές διεξάγονται σε τεταμένη ατμόσφαιρα. β. υπερέντασης: Παρακολουθεί με τεταμένη την προσοχή. Tα νεύρα του είναι τεταμένα, τεντωμένα.
[λόγ.: β: αρχ. τεταμένος `τεντωμένος΄ μππ. του τείνω· α: σημδ. γαλλ. tendu]