Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεστάρω [testáro] -ομαι Ρ6 : (προφ.) δοκιμάζω, εξετάζω κπ. ή κτ. με σκο πό την εξαγωγή συμπερασμάτων. α. για έλεγχο καλής λειτουργίας: Πρέπει να ~ το αμάξι. β. για έλεγχο γνώσεων, αξιοπιστίας κτλ.
[τεστ -άρω]