Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεστ το [tést] Ο (άκλ.) : δοκιμασία, εξέταση, με σκοπό την εξαγωγή συμπε ρασμάτων. α. (ψυχ.) μέθοδος που στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια και που χρησιμοποιείται για τη διακρίβωση των νοητικών ικανοτήτων και των ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου: ~ ευφυίας / προσωπικότητας. Περνώ κπ. από ~. Aτομικό / ομαδικό ~. β. σύντομη σχολική εξέταση: Σήμερα γράψαμε ~ στα μαθηματικά. γ. (ιατρ.) εργαστηριακή εξέταση για την ανεύρεση στοιχείων που βοηθούν στη διάγνωση: Tο ~ για φυματίωση / για εγκυμοσύνη είναι θετικό / αρνητικό. ~ Παπανικολάου ή Παπ ~. δ. (τεχν.) έλεγχος της καλής λειτουργίας μιας μηχανής: Tο αυτοκίνητο πέρασε με επιτυχία όλα τα ~ αντοχής.
[λόγ. < αγγλ. & γαλλ. test]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεστάρω [testáro] -ομαι Ρ6 : (προφ.) δοκιμάζω, εξετάζω κπ. ή κτ. με σκο πό την εξαγωγή συμπερασμάτων. α. για έλεγχο καλής λειτουργίας: Πρέπει να ~ το αμάξι. β. για έλεγχο γνώσεων, αξιοπιστίας κτλ.
[τεστ -άρω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεστοστερόνη η [testosteróni] Ο30 : (βιολ.) ανδρική ορμόνη που παράγεται από τους όρχεις.
[λόγ. < αγγλ. testoster(one) -όνη]