Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεσσαρακοστός -ή -ό [tesarakostós] Ε1 αριθμτ. τακτ. : I1. που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός σαράντα: Bρίσκεται στο τεσσαρακοστό έτος της λειτουργίας του. 2. για κπ. ή για κτ. που έρχεται αμέσως μετά τον τριακοστό ένατο (ως προς τη σειρά, την ιεραρχία, την αξία ή την τιμή): Πήρε / κέρδισε την τεσσαρακοστή θέση. II. (ως ουσ.): Aπό όλους τους υποψηφίους ο ~ στη σειρά πέτυχε τα καλύτερα αποτελέσματα. Ο ~ στον πίνακα επιτυχίας. 1. η τεσσαρακοστή: α. (εκκλ.) η (Mεγάλη) Tεσσαρακοστή, η σαρακοστή. β. (μαθημ.) η τεσσαρακοστή δύναμη. 2. το τεσσαρακοστό, το ένα από τα σαράντα ίσα μέρη ενός συνόλου.
[λόγ. < αρχ. τεσσαρακοστός]