Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεσσαράκοντα [tesarákonda] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : (λόγ.) σαράντα. ΦΡ (έφαγε / του έδωσα) παρά μία(ν) ~, για περιπτώσεις ξυλοδαρμού, συχνά ειρωνικά.
[λόγ. < αρχ. τεσσαράκοντα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεσσαρακονταετής -ής -ές η [tesarakondaetís] Ε10 : (λόγ.) σαραντάχρονος. α. που έχει διάρκεια σαράντα ετών. β. (για πρόσ.) που έχει ηλικία (περίπου) σαράντα ετών.
[λόγ. < αρχ. τεσσαρακονταετής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεσσαρακονταετία η [tesarakondaetía] Ο25 : (λόγ.) χρονικό διάστημα σαράντα ετών.
[λόγ. < ελσντ. τεσσαρακονταετία]