Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεσσάρι το [tesári] Ο44 : σύνολο από τέσσερις ομοειδείς μονάδες. 1α. διαμέρισμα πολυκατοικίας με τέσσερα κύρια δωμάτια. β. (οικ.) για χρηματικό ποσό: Mου στοίχισε ένα ~ (χιλιάδες / εκατομμύρια κτλ.). γ. για βαθμολογία: Πήρε ένα ~, ένα τέσσερα. δ. επιτυχία τεσσάρων προβλέψεων στο λότο: Έπιασε ~. 2. χαρτί της τράπουλας που έχει τον αριθμό τέσσερα και τον αντίστοιχο αριθμό των διακριτικών της ομάδας του: Πέταξε το ~ καρό. 3. (ως επίθ.) για τυποποιημένο μέγεθος: Kλειδί / καρφί ~. Γράμματα τεσσάρια.
τεσσαράκι το YΠΟKΟΡ. [τέσσερ(α) -άρι με απλολ. [erar > ar] ]