Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τερπνός -ή -ό [terpnós] Ε1 : (λόγ.) που τέρπει. || (ως ουσ., στη λόγ. έκφρ.) (συνδυάζω) το τερπνό(ν) μετά του ωφελίμου, για συνδυασμό ψυχαγωγίας και μόρφωσης: Tα ταξίδια πολλές φορές συνδυάζουν το τερπνό(ν) μετά του ωφελίμου.
[λόγ. < αρχ. τερπνός]