Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τερματισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τερματισμός ο [termatizmós] Ο17 : η ενέργεια του τερματίζω. 1. το γεγονός ότι κτ. τελειώνει: Ο ~ μιας υπόθεσης / της ζωής. 2. (αθλ.) το να φτάνει κάποιος στο τέρμα: Ο ~ ενός αθλητή. Έπεσε αναίσθητος λίγο πριν από τον τερματισμό.

[λόγ. τερματισ- (τερματίζω) -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες