Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τερμίτης ο [termítis] Ο10 : (ζωολ.) έντομο που μοιάζει με μεγάλο άσπρο μυρμήγκι, ζει σε κοινωνίες και τρέφεται κυρίως με ξύλο που το τρώει εσωτερικά.
[λόγ. < γαλλ. termit(e) -ης]