Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τερηδόνα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τερηδόνα η [teriδóna] Ο26 : πάθηση που προσβάλλει την εξωτερική επιφάνεια του δοντιού, δημιουργεί κοιλότητες στο εσωτερικό του και οδηγεί στη νέκρωση του νεύρου: Tο φθόριο προστατεύει τα δόντια από την ~.

[λόγ. < αρχ. τερηδών, αιτ. -όνα `φθορά των οστών΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες