Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τερατώδης -ης -ες [teratóδis] Ε11 : I. που μοιάζει με τέρας ή που θυμίζει τέραςI1α: Οι δεινόσαυροι ήταν τερατώδη ζώα. ~ ασχήμια. II. (μτφ.) 1. που είναι υπερβολικά μεγάλος, που ξεπερνάει κάθε μέτρο αρμονίας ή λογικής: Οι σύγχρονες πόλεις έχουν πάρει τερατώδεις διαστάσεις. Zήτησε ένα τερατώδες ποσό για να πουλήσει το σπίτι του. 2. που είναι εντελώς αντίθετος α. με την πραγματικότητα: Tερατώδη ψέματα. β. με την ηθική· φρικτός: ~ συμπεριφορά. Tερατώδες έγκλημα. Διαδίδονται εις βάρος του τερατώδη πράγματα.
τερατωδώς ΕΠIΡΡ. [λόγ.: I: αρχ. τερατώδης· II: σημδ. γαλλ. monstrueux· λόγ. < αρχ. τερατωδῶς]