Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τερατούργημα το [teratúrjima] Ο49 : για κτ. φοβερά κακοφτιαγμένο, κακότεχνο: Στη σύγχρονη τέχνη υπάρχουν αριστουργήματα αλλά και τερα τουργήματα. || για κτ. απαράδεκτο: Aυτός ο νόμος είναι ένα ~.
[λόγ. < ελνστ. τερατούργημα `θαυμαστό κατασκεύασμα΄ κατά τη σημ. του τέραςΙ]