Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεράστιος -α -ο [terástios] Ε6 : που είναι υπερβολικά μεγάλος: α. σε διαστάσεις: Tεράστιες φλόγες έζωσαν το κτίριο. Ένας ~ άνθρωπος, πολύ ψηλός. β. σε ποσότητα: Έχει τεράστια περιουσία. Έργα που στοίχισαν τεράστια ποσά. || Άνθρωπος με τεράστια μόρφωση / πείρα. Γεγονός με τεράστια σημασία / με τεράστιο ενδιαφέρον.
τεράστια ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. τεράστιος]