Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεντώνω [tendóno] -ομαι Ρ1 : 1. τραβώ κτ. σε όλο του το μήκος ή το πλάτος, ώστε να το ισιώσω: ~ το σεντόνι στο κρεβάτι / τις κάλτσες / τη χορδή στο τόξο. ΦΡ ~ / τραβάω / παρατραβάω το σκοινί*. βαδίζω (επάνω) σε τεντωμένο σκοινί*. || Tεντωμένα νεύρα από ένταση και εκνευρισμό. ANT χαλαρωμένα. 2. (για το σώμα ή για μέρη του σώματος) α. απλώνω και κρα τώ σε οριζόντια συνήθ. θέση: ~ τα πόδια μου / τεντώνομαι στο κρεβάτι. Tεντώθηκε για να ξεμουδιάσει. Θα τεντώσω την αρίδα μου και θα ξεκουραστώ. β. κρατώ όρθιο, κρατώ ψηλά: ~ το λαιμό μου / το κορμί μου. ΦΡ ~ τ΄ αυτιά* μου. γ. (παθ., μτφ.) κορδώνομαι, καμαρώνω. 3. ανοίγω διάπλατα: ~ το παράθυρο / την πόρτα. (σε ένδειξη απορίας, έκπληξης): ~ τα μάτια μου.
[μσν. τεντώνω < τέντ(α) -ώνω]