Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τενεκεδένιος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τενεκεδένιος -α -ο [tenekeδéos] & ντενεκεδένιος -α -ο [denekeδéos] Ε4 : που είναι κατασκευασμένος από τενεκέ: Tενεκεδένιο κουτί. Tενεκεδένια κοσμήματα, μειωτικά, πολύ φτηνά.

[τενεκεδ- (τενεκές), ντενεκεδ- (ντενεκές) -ένιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες