Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τεμπελιά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τεμπελιά η [tembelá] Ο24 : η ιδιότητα του τεμπέλη· η αποφυγή της δουλειάς, η απροθυμία να αναλάβει κάποιος μια εργασία που απαιτεί προσπάθεια και κόπο. ANT εργατικότητα: Mε την ~ που έχεις δε θα προκόψεις στη ζωή σου. || (προφ.) η χαλαρότητα που δημιουργεί η έλλειψη απασχόλησης: Στις διακοπές όλο ~!

[τεμπέλ(ης) -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τεμπελιάζω [tembelázo] Ρ2.1α : κάθομαι χωρίς να κάνω τίποτε: Όταν ο μαθητής τεμπελιάζει, παίρνει κακούς βαθμούς. Tα παιδιά του πεινούν κι αυτός τεμπελιάζει όλη τη μέρα. Σήμερα είναι αργία· θα τεμπελιάσω!

[τεμπέλ(ης) -ιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τεμπέλιασμα το [tembélazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τεμπελιάζω.

[τεμπελιασ- (τεμπελιάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες