Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεμάχιο το [temáxio] Ο40 : 1. το ένα από τα μέρη ενός συνόλου· κομμάτι: H συλλογή θα πουληθεί συνολικά και όχι κατά ~. Σερβίτσιο φαγητού με πολλά τεμάχια. 2. τμήμα ενός όλου· κομμάτι: ~ γης. ~ αγρού, αγροτεμάχιο.
[λόγ. < αρχ. τεμάχιον `μικρό κομμάτι ψαριού΄]