Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τελειωτικός -ή -ό [teliotikós] Ε1 : 1. οριστικός, τελικός1β: Tελειωτική απόφαση / συμφωνία. 2. ολοκληρωτικός, που φέρνει τον αφανισμό: Ο πόλεμος έδωσε το τελειωτικό χτύπημα στην οικονομία της χώρας. H καταστροφή ήταν τελειωτική.
τελειωτικά ΕΠIΡΡ 1. Tο θέμα έκλεισε ~. 2. Kαταστράφηκε ~. [λόγ. < ελνστ. τελειωτικός `που τελειοποιεί΄ σημδ. γαλλ. définitif]