Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τελειωμός ο [telomós] Ο17 : στην έκφραση δεν έχει τελειωμό, για κτ. δυσάρεστο που έχει υπερβολική διάρκεια, ποσότητα ή έκταση: Όταν αρχίζει να μιλάει δεν έχει τελειωμό· ΣYN έκφρ. δεν έχει σταματημό. Tα βάσανα του κόσμου δεν έχουν τελειωμό. Aπέραντη πεδιάδα, που λες δεν έχει τελειωμό.
[τελειώ(νω) -μός]