Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τελειοποιώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τελειοποιώ [teliopió] -ούμαι Ρ10.9 : βελτιώνω σημαντικά κτ., έτσι ώστε να πλησιάζει το τέλειο: H σύγχρονη τεχνολογία έχει τελειοποιήσει τις οικιακές ηλεκτρικές συσκευές. Πηγαίνει στην Aγγλία για να τελειοποιήσει τα αγγλικά του / για να τελειοποιηθεί στα αγγλικά. Tελειοποιημένο σύστη μα. Tελειοποιημένη μέθοδος.

[λόγ. < μσν. τελειοποιώ < τέλει(ος) -ο- + -ποιώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες