Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τελεία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τελεία η [telía] Ο25 : (γραμμ.) ένα από τα συχνότερα σημεία της στίξης (.), που το σημειώνουμε στο τέλος μιας φράσης που έχει ακέραιο νόημα: Ύστε ρα από ~ αρχίζουμε με κεφαλαίο. || Άνω / επάνω ~, σημείο στίξης (·), που χρησιμεύει για να δηλώσουμε μικρότερη διακοπή από ό,τι με την τελεία και μεγαλύτερη διακοπή από ό,τι με το κόμμα: Ύστερα από άνω ~ αρχίζου με με μικρό γράμμα. || Διπλή τελεία, σημείο στίξης (:) που τοποθετείται εμπρός από τα λόγια που λέγονται κατά λέξη ή όταν κάνουμε απαρίθμη ση. Άνω κάτω ~, η διπλή τελεία. || Tρεις τελείες, τα αποσιωπητικά. (έκφρ.) ~ και παύλα, για να δηλώσουμε ότι μια απόφαση είναι οριστική ή ότι μια δουλειά, μια υπόθεση τελείωσε, έκλεισε οριστικά: ~ και παύλα· δεν πρόκειται να του ξαναδώσω λεφτά. Θα γράψω κι αυτό το μάθημα και έπειτα ~ και παύλα για σήμερα, τέρμα. τελίτσα η YΠΟKΟΡ και (πληθ.): Παίζουμε τελίτσες, κάνοντας διάφορους συνδυασμούς με κουκκίδες επάνω σε χαρτί.

[λόγ. < ελνστ. τελεία (ενν. στιγμή) ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. τέλειος· τελ(εία) -ίτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες