Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τελατίνι το [telatíni] Ο44 : κατεργασμένο δέρμα μοσχαριού, κατάλληλο για την κατασκευή παπουτσιών. ΦΡ κάνω κπ. ~ (στο ξύλο), τον δέρνω άγρια: Πρόσεξε, μη σε κάνω ~. γίνομαι ~, αδυνατίζω πολύ, εξαντλούμαι.
[τουρκ. telâtin -ι (από τα ρωσ.)]