Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τελαμώνας ο [telamónas] Ο2 : α. (στρατ.) υφασμάτινη θήκη που κρεμιέται στον ώμο και στην οποία περιέχονται οι φυσιγγιοθήκες. β. ιμάντας από όπου παλαιότερα κρεμούσαν το ξίφος, το σπαθί ή και την ασπίδα.
[λόγ. < αρχ. τελαμών, αιτ. -ῶνα]