Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τελάρο το [teláro] Ο39 : 1. μικρό κιβώτιο, συνήθ. ξύλινο, με διάκενα, για την τοποθέτηση και τη μεταφορά φρούτων και λαχανικών· καφάσι. 2. στρογγυλό ξύλινο πλαίσιο πάνω στο οποίο: α. τεντώνουν το κέντημα για να το δουλεύουν ευκολότερα. β. στερεώνουν το μουσαμά της ζωγραφικής. 3. ξύλινο πλαίσιο πόρτας ή παραθύρου· κούφωμα, κάσα.
[παλ. ιταλ. telaro]