Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεκμηριώνω [tekmirióno] -ομαι Ρ1 μππ. τεκμηριωμένος* : στηρίζω μια άποψη επάνω σε τεκμήρια: Πώς τεκμηριώνεις αυτή την κρίση σου; Tα συμπεράσματα της έρευνας τεκμηριώνονται με στατιστικά στοιχεία.
[λόγ. < αρχ. τεκμηρι(ῶ) -ώνω]