Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεκμήριο το [tekmírio] Ο40 : στοιχείο επάνω στο οποίο μπορεί να στηριχτεί μια γνώμη, ένας ισχυρισμός, μια μαρτυρία, με τρόπο αναμφισβήτητο: Aκαταμάχητα τεκμήρια, αποδείξεις. Δικαστικό ~, συμπέρασμα που συνάγει ο δικαστής από ένα γνωστό στοιχείο για κτ. άγνωστο. Φορολογικό ~, περιουσιακό στοιχείο ή τρόπος διαβίωσης, με βάση το οποίο υπολογίζεται το εισόδημα του φορολογουμένου. Mαχητό* / αμάχητο* ~. (έκφρ.) κατά ~, όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς από ορισμένα δεδομένα: Ένας πτυχιούχος είναι κατά ~ μορφωμένος.
[λόγ. < αρχ. τεκμήριον]