Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεζάρω [tezáro] -ομαι Ρ6 : (οικ.) τεντώνω κτ. πολύ, το κάνω τέζα· τσιτώνω: ~ το σκοινί. Tο πετσί είναι τεζαρισμένο επάνω στο τύμπανο. ΦΡ τα τέζαρε, πέθαινε ξαφνικά· ΣYN ΦΡ τα τίναξε / τα κακάρωσε.
[ιταλ. tesar(e) `τεντώνω (πανιά)΄ -ω]