Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τείχος το [tíxos] Ο46 : 1. ψηλός και ισχυρός τοίχος από μεγάλες πέτρες, που έχτιζαν γύρω από τις αρχαίες και μεσαιωνικές πόλεις αλλά και γύρω από εκτεταμένες περιοχές για προστασία από τους εχθρούς: Kυκλώπεια τείχη. Tα μακρά τείχη των Aθηνών. Tο Σινικό ~. Οχυρό / άπαρτο / απρόσβλητο ~. ΦΡ εντός / εκτός των τειχών, μέσα ή έξω από ένα κλειστό, οργανωμένο σύνολο ανθρώπων: Οι εκτός των τειχών της αθηναϊκής κοινω νίας. 2. (μτφ.) οτιδήποτε μοιάζει με τείχος στη μορφή ή στη λειτουργία. α. προστατευτικός κλοιός: Οι στρατιώτες έφτιαξαν με τα σώματά τους ένα (ζωντανό) ~. ΦΡ κάνω ~, στο ποδόσφαιρο, για παίχτες που τοποθετούνται σε μια νοητή γραμμή για να προστατέψουν την εστία τους από χτύπημα φάουλ. β. άρνηση επικοινωνίας ή αποδοχής νέων ιδεών, αντιλή ψεων: Έχει υψώσει γύρω του ένα ~ και δεν έρχεται σε επαφή με κανένα. Γκρεμίζονται τα τείχη του συντηρητισμού.
[λόγ. < αρχ. τεῖχος]