Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τείχιση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τείχιση η [tíxisi] Ο33 : οχύρωση ή αποκλεισμός με τείχος.

[λόγ. < αρχ. τείχι(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες