Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τείνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τείνω [tíno] -ομαι στη σημ. 2 Ρ πρτ. και αόρ. έτεινα, απαρέμφ. τείνει, παθ. αόρ. τάθηκα, απαρέμφ. ταθεί : 1α. για κτ. που παρουσιάζει την τάση, σε μια φυσική, εξελικτική διαδικασία: Φαινόμενο που τείνει να επαναλαμβάνεται. H επίδραση της σύγχρονης αρχιτεκτονικής τείνει να εξαφανίσει τα παραδοσιακά κτίσματα. || (για πρόσ.) έχω την προδιάθεση: Ο άνθρωπος τείνει προς την τελειότητα / το κακό. β. κλίνω, προσανατολίζομαι προς κτ.: ~ να πιστέψω ότι είχε δίκιο σε όσα έλεγε. Tείνει σε μια αναθεώ ρηση των απόψεών του. γ. αποβλέπω, αποσκοπώ σε κτ.: Όλοι τείνουμε στον ίδιο σκοπό. Πού τείνουν οι ενέργειές σου; 2. (λόγ.) απλώνω, τεντώ νω. (λόγ. έκφρ.) ~ ευήκοον ους*. || Mου έτεινε φιλικά το χέρι, μου έδωσε.

[λόγ. < αρχ. τείνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες