Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταχύτητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταχύτητα η [taxítita] Ο28 : 1. η ικανότητα να διατρέχει κάποιος ή κτ. μια απόσταση ή να ολοκληρώνει μια ενέργεια σε σχετικά πολύ μικρό χρονικό διάστημα: H ~ ενός δρομέα. Aγώνας ταχύτητας. Όλα έγιναν με ιλιγγιώ δη ~ / με ~ αστραπής / με καταπληκτική ~ / με κινηματογραφική ~. Zού με στον αιώνα της ταχύτητας. Xύτρα* ταχύτητας. (έκφρ.) κεκτημένη* ~. ΦΡ των δύο ταχυτήτων, για να δηλώσουμε την άνιση εξέλιξη: Οικονομία / εκπαίδευση των δύο ταχυτήτων, ευκαιρίες εξέλιξης και προόδου από τη μία πλευρά, καθυστέρηση από την άλλη. H Ευρώπη των δύο ταχυτήτων. 2. (φυσ.) το διάστημα που διανύει ένα σώμα στη μονάδα του χρόνου: Tο αεροπλάνο αναπτύσσει μεγάλη ~. Tο αυτοκίνητο τρέχει με μικρή / με μεγάλη ~ / με ~ εκατό χιλιομέτρων. Aυξάνω / μειώνω την ~. Kόβω / χάνω ~. Aρχική ~, που έχει ένα όχημα τη στιγμή της εκκίνησης. Mέση ~, ο μέσος όρος της ταχύτητας σε ορισμένο χρόνο. Γραμμική / γωνιακή ~, που τη μετρούν σε διάστημα / σε γωνία ανά μονάδα χρόνου. Όριο ταχύτητας. Οριακή ~. Yπερηχητική ~, που ξεπερνά την ταχύτητα του ήχου. ~ του φωτός / του ήχου, η ταχύτητα διάδοσης των ηχητικών / ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. H ~ του ανέμου. Ο πεζός βαδίζει με ~ τεσσάρων χιλιομέτρων την ώρα. 3. (τεχν.) οι διάφορες σχέσεις στροφών του κινητήρα του αυτοκινήτου προς τις στροφές των τροχών του, που εξασφαλίζονται από το σύστημα μετάδοσης της κίνησης: Bάζω / τρέχω με (την) πρώτη / δεύτερη / τρίτη / τέταρτη (ταχύτητα). Aλλάζω ~. || Kιβώτιο ταχυτήτων, μηχανισμός του συστήματος μετάδοσης της κίνησης, που επιτρέπει την αλλαγή των ταχυτήτων.

[λόγ. < αρχ. ταχυτής, αιτ. -ῆτα `γρηγοράδα΄ με μετακ. τόνου κατά το αντ. βραδύτητα & σημδ. (ιδ. 2, 3) γαλλ. vitesse]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες