Παράλληλη αναζήτηση
26 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ταχύ το [taxí] Ο (μόνο στην ονομ. και αιτ. εν.) : (λαϊκότρ.) το πρωί.
[μσν. ταχύ ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ταχύς]
- ταχυ- [ta
i] & ταχύ- [ta í], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα κυρίως ονόματα· προσδίδει: 1. την έννοια του γρήγορος, γρήγορα σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~γράφος, ~καής, ~κίνητος, ταχύπλοος, που γράφει, καίγεται κτλ. γρήγορα· ταχύρρυθμος, που γίνεται με πολύ γρήγορο ρυθμό. || γρηγορότερα από το κανονικό: ~καρδία, ~παλμία. 2. την έννοια της ταχύτητας σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ταχύμετρο, ~σκόπιο. [λόγ. < αρχ. ταχυ- θ. του επιθ. ταχύ(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ταχύ-πλοος, ελνστ. ταχυ-γράφος & διεθ. tachy- < αρχ. ταχυ-: ταχύ-μετρο, ταχυ-καρδία < γαλλ. tachymètre, tachycardie]
- ταχυβολία η [taxivolía] Ο25 : η ιδιότητα του ταχυβόλου όπλου.
[λόγ. ταχυβόλ(ος) -ία]
- ταχυβόλος -ος -ο [taxivólos] Ε14 : (για όπλο) που η μια ριπή του διαδέχεται με ταχύτητα την άλλη. || (ως ουσ.) το ταχυβόλο, πολυβόλο με γρήγορες ριπές.
[λόγ. ταχυ- + -βόλος μτφρδ. γαλλ. à tir rapide ή γερμ. Schnell feuerwaffe]
- ταχυβραστήρας ο [taxivrastíras] Ο2 : είδος μικρής συσκευής που ζεσταί νει πολύ γρήγορα το νερό.
[λόγ. ταχυ- + βραστήρας μτφρδ. γερμ. Schnell kocher]
- ταχυγραφία η [taxiγrafía] Ο25 : η ικανότητα του ταχυγράφου.
[λόγ. ταχυγράφ(ος) -ία]
- ταχυγράφος ο [taxiγráfos] Ο18 θηλ. ταχυγράφος [taxiγráfos] Ο35 : αυτός που γράφει με μεγάλη ταχύτητα.
[λόγ. < ελνστ. ταχυγράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- ταχυδακτυλουργία η [taxiδaktilurjía] Ο25 : 1. η τέχνη του ταχυδακτυλουργού. 2α. τέχνασμα που βασίζεται στην οπτική απάτη. β. (μτφ.) πονηρό τέχνασμα που αποβλέπει σε κάποιο παράνομο προσωπικό όφελος: Mε διάφορες ταχυδακτυλουργίες κατάφερε να εξαφανίσει κάθε ενοχοποιητικό στοιχείο.
[λόγ. ταχυδακτυλουργ(ός) -ία]
- ταχυδακτυλουργικός -ή -ό [taxiδaktilurjikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον ταχυδακτυλουργό: Mε ταχυδακτυλουργικό τρόπο ο κλέφτης άδειασε τη βιτρίνα του κοσμηματοπωλείου. Xρησιμοποιεί ταχυδακτυλουργικά κόλπα.
ταχυδακτυλουργικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. ταχυδακτυλουρ γ(ός) -ικός]
- ταχυδακτυλουργός ο [taxiδaktilurγós] Ο17 θηλ. ταχυδακτυλουργός [taxiδaktilurγós] Ο34 : 1. αυτός που, με εξαιρετική επιδεξιότητα των χεριών και κυρίως των δακτύλων, καταφέρνει να καταπλήξει τους θεατές εξαφανίζοντας, εμφανίζοντας ή μετακινώντας διάφορα αντικείμενα· θαυμα τοποιός. 2. (μτφ.) αυτός που χρησιμοποιεί τεχνάσματα για να εξαπατά τους άλλους.
[λόγ. ταχυ- + δάκτυλ(ον) + -ουργός μτφρδ. γαλλ. prestidigitateur· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]