Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταχυκαρδία η [taxikarδía] Ο25 : (ιατρ.) η αύξηση των συστολών και των διαστολών της καρδιάς πάνω από τα φυσιολογικά όρια· ταχυπαλμία. ANT βραδυκαρδία.
[λόγ. < γαλλ. tachycardie < tachy- = ταχυ- + αρχ. καρδ(ία) -ie = -ία]