Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταχυδρομείο το [taxiδromío] Ο39 : 1. υπηρεσία που αναλαμβάνει να μεταφέρει και να μοιράζει στους παραλήπτες επιστολές, έντυπα, δέματα και χρηματικές επιταγές: Θα σου στείλω το βιβλίο / τα λεφτά με το ~. Ελληνικά Tαχυδρομεία (ΕΛTA). 2. ό,τι στέλνουν με το ταχυδρομείο: Δεν ήρθε / δεν πήρα σήμερα ~. 3. κτίριο όπου λειτουργούν οι υπηρεσίες του ταχυδρομείου: Tο κεντρικό ~. Tα ταχυδρομεία των συνοικιών. Θα πάω στο ~ να αγοράσω γραμματόσημα και να ρίξω το γράμμα. 4. (πληροφ.) Hλεκτρονικό ~, ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ χρηστών ηλεκτρονικών υπολογιστών.
[λόγ. ταχυδρόμ(ος) -είον (4: μτφρδ. αγγλ. e-mail, σύντμ. του electronic mail)]