Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταχυδακτυλουργία η [taxiδaktilurjía] Ο25 : 1. η τέχνη του ταχυδακτυλουργού. 2α. τέχνασμα που βασίζεται στην οπτική απάτη. β. (μτφ.) πονηρό τέχνασμα που αποβλέπει σε κάποιο παράνομο προσωπικό όφελος: Mε διάφορες ταχυδακτυλουργίες κατάφερε να εξαφανίσει κάθε ενοχοποιητικό στοιχείο.
[λόγ. ταχυδακτυλουργ(ός) -ία]