Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταχυβραστήρας ο [taxivrastíras] Ο2 : είδος μικρής συσκευής που ζεσταί νει πολύ γρήγορα το νερό.
[λόγ. ταχυ- + βραστήρας μτφρδ. γερμ. Schnell kocher]