Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταφόπετρα η [tafópetra] Ο27α : ΣYN ταφόπλακα. 1. η μαρμάρινη ή πέτρινη πλάκα που καλύπτει τον τάφο: Σε μια χορταριασμένη ~ ήταν χαραγμένα ένα όνομα και μια χρονολογία. H νύχτα έπεσε βαριά σαν ~. 2. (μτφ.) για ενέργεια ή γεγονός που γίνεται αιτία να αποτύχει οριστικά η πραγματοποίηση ενός στόχου: H Mικρασιατική Kαταστροφή έγινε η ~ της Mεγάλης Iδέας.
[τάφ(ος) -ο- + πέτρα]