Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταφτάς ο [taftás] Ο1 : ύφασμα γυαλιστερό και σκληρό, σαν κολλαρισμένο, από φυσικό ή συνθετικό μετάξι: Φορούσε μια τουαλέτα από μαύρο ταφτά. || (επέκτ.) φόρεμα από ταφτά: Στο γάμο θα φορέσω τον ταφτά μου.
ταφταδάκι το YΠΟKΟΡ: H μικρούλα φορούσε ένα κόκκινο ~. [τουρκ. tafta (από τα περσ.) -ς (πρβ. μσν. ταφατά)]